- κολοβοτης
- κολοβότης-ητος ἥ1) повреждение, увечье
(κολοβότητες καὴ οὐλαὴ τοῦ σώματος Plut.)
2) недостаточностьκ. πνεύματος Dem. — короткое дыхание, одышка
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κολοβότητες καὴ οὐλαὴ τοῦ σώματος Plut.)
κ. πνεύματος Dem. — короткое дыхание, одышка
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολοβότης — κολοβότης, ητος, ή (AM) [κολοβός] ατέλεια στην ανάπτυξη («στίγματα καὶ κολοβότητες καὶ οὐλαὶ τοῡ λοιποῡ σώματος», Πλούτ.) αρχ. φρ. «κολοβότης πνεύματος» ομιλία χωρίς αναπνοή, κοντανάσεμα … Dictionary of Greek
κολοβότης — stuntedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβότητα — κολοβότης stuntedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβότητες — κολοβότης stuntedness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)